Τετάρτη 13 Σεπτεμβρίου 2017

Το Σώμα κι ο Λόγος του Ομιλητή - Αφηγητή - Παραμυθά


Όλοι είμαστε αφηγητές των σκέψεων μας και των ιστοριών που ζούμε, κάθε φορά που τις επικοινωνούμε με τους άλλους. Κι όταν αφηγούμαστε φανταστικές ιστορίες είτε τις πλάσαμε εμείς είτε όχι, τότε γινόμαστε αυτό που λεν, παραμυθάδες.
Στην περίπτωση του αφηγητή οι στόχοι του ομιλητή ποικίλουν, με κύριο την μεταφορά κάποιου μηνύματος, στη δεύτερη, αυτή του παραμυθά, ο στόχος είναι να διασκεδάσει αλλά και να λυτρώσει τους ακροατές μέσω της αίσιας έκβασης των περιπετειών του ήρωα. 
Αυτός είναι και ο λόγος που τα παραμύθια λέγονταν μεταξύ των μεγάλων, των ενηλίκων, πλην του τελευταίου αιώνα που “περιορίστηκαν” τόσο σε κοινό -μόνο για παιδιά – όσο και σε περιεχόμενο – έκπτωση στο λόγο και στα επεισόδια τους -. 
Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα την υποβάθμιση του ρόλου των παραμυθιών στη ζωή των ανθρώπων.
Η ανάγκη του Λόγου όμως παραμένει κι οι άνθρωποι σήμερα νιώθουν όλο και περισσότερο ότι στερούνται τη ζωντάνια αυτής της επικοινωνίας είτε ως αφηγητές είτε ως ακροατές. Όλο και περισσότεροι νιώθουν άβολα με το σώμα και το λόγο τους κι ακόμη περισσότερο με την ιστόρηση περιπετειών  της ζωής τους είτε της πραγματικής είτε της φανταστικής.

Κι όταν κάποιος τελικά αποφασίζει να μοιραστεί, να επικοινωνήσει ως ομιλητής, αφηγητής ή παραμυθάς νιώθει πως κάτι δεν πάει καλά, στο σώμα στη φωνή, πως θα μιλήσει και πως να σταθεί, σα να έχουν ατροφήσει όπως ένα μέλος του σώματος που μένει ακίνητο για καιρό.

Ο Λόγος ως Μέλος του σώματος

Αυτός που κατορθώνει να κρατήσει ανοιχτά τ’ αυτιά των “ακροατών” στο λόγο που αρθρώνει είναι αυτός που κατορθώνει τελικά να επικοινωνήσει κι είναι αυτό το χαρακτηριστικό που ορίζει τον καλό ομιλητή, αφηγητή, παραμυθά ή όπως αλλιώς θέλουμε να τον πούμε
Καμία μαθητεία δεν μπορεί να εγγυηθεί πως μεταμορφώνει τους ανθρώπους σε καλούς ομιλητές, καμία τεχνική και κανένας τρόπος απ όσους είναι κοινά γνωστοί, πέρα από διορθώσεις φώνησης και στάσης κι αυτό γιατί κατά την ομιλία μετέχουμε ολόκληροι.
Ο Λόγος απαιτεί όλο το σώμα για να υπάρξει.

Ο αφηγητής/παραμυθάς μπορεί ν’ ακούει προσεκτικά και να μιλά με τρόπο συναρπαστικό αλλά κυρίως μπορεί να αναπλάθει κάθε ιστορία όχι απλά αλλάζοντας κάποια λόγια ή προσθέτοντας κι αφαιρώντας επεισόδια, μα ζώντας την και αναπλάθοντας την μες τη δική του τη ζωή.
Έτσι την ανάγει στο επίπεδο της προσωπικής εμπειρίας που είναι ποιοτικά κατά κάτι βαθύτερο απ αυτό που σήμερα συνηθίζουμε να λέμε “βιωματικό”.
Μοιράζεται με λόγο, δράσεις και ιδέες όπως μοιραζόμαστε αυτά που έχουμε ζήσει.
Πριν να ξεστομίσει τα λόγια του, πριν καν αποφασίσει να “πει”, γοητεύεται πρώτα απ την ιστορία, και ξεκινά ένα ταξίδι για να συναντήσει τον εαυτό του μέσα σ’ αυτήν.
Κι όταν γίνει αυτή η συνάντηση και ζήσει από κοντά όλες τις δράσεις της, ενεργώντας με το δικό του σώμα και τη δική του φωνή , και επιστρέψει ως ταξιδιώτης που είδε κι άκουσε και έζησε, τότε εξιστορεί
Και είναι η εξιστόρηση μαγευτική γιατί είναι κάλεσμα και όχημα να ταξιδέψουν κι άλλοι ετούτο το ταξίδι

Ο παραμυθάς δεν ξεκινά απ τη στιγμή της αφήγησης. Δεν αναρωτιέται ‘Αχ! Πώς είναι καλύτερα να το πω;’ ή ‘θα αρέσει;” ή “πως θα φαίνομαι;” ή “πως θ’ ακούγομαι;” και “τι θα πουν για την αφήγησή μου;”. Γιατί ο παραμυθάς αφηγείται τον εαυτό του, τη δική του ζωή, με τη δική του φωνή, έτσι όπως στέκει όρθια και ελεύθερη μέσα στο σώμα του, όπως στέκει η φωνή κάθε ανθρώπου που μιλά για το δικό του βίωμα, κοντολογίς μιλά για την αλήθεια, με τη σιγουριά που δίνει αυτή στο σώμα και στη φωνή σου.
Έτσι όπως είναι αλήθεια αυτά που έχουμε ζήσει κι ας μοιάζουν -κάποιες φορές – με παραμύθια.

Αυτή είναι η βασική αρχή της Μεθόδου “Φανταστικά Τοπία” ή αλλιώς “45 Ασκήσεις για την Αφήγηση”.
Όσος δρόμος χρειάζεται για ταξιδέψει κανείς σε μια ιστορία κι ύστερα να την πει, άλλος τόσος και μακρύτερος χρειάζεται για να γδυθεί από παγιωμένους τρόπους, τεχνικές, μανιέρες, πρότυπα μα περισσότερο απ την καταταξιακή αντίληψη που παγιώθηκε στην εποχή μας, αυτή του φαίνεσθαι αντί του είσθε, αυτή της εικόνας αντί του λόγου.
Κι όσο κι αν μοιάζει παράξενο η στατικότητα της εικόνας έχει ποτίσει τον τρόπο που μοιραζόμαστε τις ιστορίες στην εποχή μας. Οι περιγραφές γίνονται όλο και πιο εκτενείς ενώ τα ενεργητικά ρήματα, η διήγηση των δράσεων γίνεται όλο και πιο σύντομη.
Με τον ίδιο τρόπο ακριβώς που στην εποχή μας δίνουμε προτεραιότητα στη σκέψη παρά στη δράση, στην ακινησία σε μια καρέκλα ή έναν καναπέ παρά στην κίνηση, στη συλλογή επιπλέον αναλυτικών πληροφοριών παρά στη σύνθεση νέων ιδεών, κόσμων αντιλήψεων και τελικά ενεργειών, δράσεων.
Η ουσία του Λόγου όμως παραμένει η ίδια απ τη γέννησή του μέχρι σήμερα
Είναι αυτό το ποτάμι που κυλά αστείρευτο, γάργαρο απ τις απαρχές του Λόγου, μέχρι την ανάγκη για επικοινωνία στο σήμερα Την εποχή της ανεπικοινώνητης επικοινωνίας
Κι όπως συνηθίσαμε και λέμε -και το πιστεύουμε- πως μια εικόνα είναι χίλιες λέξεις
Έτσι και μια λέξη, μια φράση μπορεί να παράγει εκατομμύρια εικόνες, όχι στατικές, αλλά δράσεων
Γιατί ο Λόγος απ τη φύση του, είναι Πράξη και Δράση

Πως θα μπορούσε αυτός να ταξιδέψει τους άλλους αν δεν είναι ο ίδιος δεινός ταξιδευτής;
Ο αφηγητής / παραμυθάς νοιάζεται για το ταξίδι των ακροατών του την ώρα της αφήγησης γιατί νοιάζεται και για το δικό του ταξίδι μέσα στην ιστορία που λέει
Αγωνιά για το πως νιώθουν οι άλλοι, όσο αγωνιεί κι αυτός την ώρα των δυσκολιών της ιστορίας.
Λυτρώνεται ο ίδιος μέσα στην ιστορία που αφηγείται κι έτσι μπορούν να λυτρωθούν κι αυτοί που παρακολουθούν την περιπέτειά του ήρωα της ιστορίας.
Γιατί μοιάζουν τόσο πολύ οι περιπέτειες των ανθρώπων!
Τόσο, που αν αφαιρέσεις τον μανδύα με τις εποχές και τα πρόσωπα που δρουν, θα βρεις από κάτω έναν πυρήνα ίδιο κι απαράλλαχτο απ’ την αρχή του χρόνου ως και σήμερα
Κι όσες περιπέτειες και να ζήσουμε στο τέλος πάντα νικά η ζωή και ζούνε αυτοί καλά κι εμείς καλύτερα κι όλοι μαζί αρμονικά
κι αυτό είναι το ζητούμενο.

Μαρίνα Χατζηκυριάκου
© “Φανταστικά Τοπία – 45 Ασκήσεις για την Αφήγηση”
για την “ Ομάδα Αφηγηματικής Δράσης – Μεταμορφώσεις”